απροφύλαχτος

απροφύλαχτος
κ. απροφύλακτος, -η, -ο (AM ἀπροφύλακτος, -ον)
1. ενεργ. αυτός που δεν παίρνει προφυλάξεις
2. παθ. αυτός που δεν προφυλάγεται
3. αφύλαχτος, αφρούρητος
αρχ.
απρόβλεπτος, απρόοπτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απροφύλαχτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι προφυλαγμένος, που είναι εκτεθειμένος σε κάποιον κίνδυνο: Καθώς περπατούσε απροφύλαχτος, δέχτηκε την επίθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιαφύλακτος — η, ο [διαφυλάσσω] 1. αυτός που δεν διαφυλάχτηκε ή δεν μπορεί να διαφυλαχτεί 2. ο ανεπιτήρητος, απροφύλαχτος …   Dictionary of Greek

  • αφύλαχτος — η, ο (AM ἀφύλακτος, ον) [φυλάσσω] αυτός που δεν φυλάγεται ή δεν φρουρείται, απροφύλαχτος αρχ. 1. (για φρουρούς) αυτός που είναι εκτός φρουράς 2. το ουδ. ως ουσ. έλλειψη προφύλαξης 3. (για πράγματα) αυτό εναντίον του οποίου δεν λαμβάνονται ή δεν… …   Dictionary of Greek

  • ακάλυπτος — η, ο 1. ασκέπαστος: Ο λάκκος δεν έπρεπε να μείνει ακάλυπτος. 2. απροφύλαχτος, απροστάτευτος: Ο λόχος μας στην προσπάθειά του αυτή είχε μείνει ακάλυπτος. 3. (για οφειλέτη), αυτός του οποίου δεν πληρώθηκαν τα χρέη ή για τον οποίο δε δόθηκε εγγύηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφύλαχτος — αφύλαχτος, η, ο και αφύλαγος, η, ο επίρρ. α απροφύλαχτος, αφρούρητος, απρονόητος: Οι αρχαιότητες δεν πρέπει να μένουν αφύλαχτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”